αμνήστευτος

αμνήστευτος
η , ο [ος , ον ]
1) необручённый; непросватанный; 2) юр. неамнистированный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αμνήστευτος" в других словарях:

  • ἀμνήστευτος — unwooed fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμνήστευτος — (I) η, ο (Α ἀμνήστευτος, ον) [μνηστεύω] νεοελλ. αυτός που ακόμη δεν μνηστεύθηκε, δεν αρραβωνιάστηκε αρχ. (για γυναίκα) αυτή που δεν έγινε νόμιμη σύζυγος, η παλλακίδα. (II) η, ο αυτός που δεν του δόθηκε αμνηστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αμνηστευτός <… …   Dictionary of Greek

  • αμνήστευτος — η, ο αυτός που δεν αρραβωνιάστηκε: Τότε ήταν ακόμη αμνήστευτοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμνηστεύτοις — ἀμνήστευτος unwooed fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνηστεύτῳ — ἀμνήστευτος unwooed fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνήστευτον — ἀμνήστευτος unwooed fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμνηστος — ἄμνηστος, ον (Α) αυτός που ξεχάστηκε, ο λησμονημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μνηστὸς < μιμνήσκω. ΠΑΡ. αμνηστία, αμνήστευτος, αμνηστικός, αρχ. ἀμνηστεύω, νεοελλ. αμνήστευση, αμνηστεύσιμος, αμνηστευτικός, αμνηστεύω, αμνηστώ] …   Dictionary of Greek

  • αμνηστεύω — 1. ενεργ. δίνω αμνηστία, συγχωρώ για το αδίκημα που διαπράχθηκε 2. παθ. μού δίνεται αμνηστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμνηστος. ΠΑΡ. αμνήστευτος νεοελλ. αμνήστευση, αμνηστεύσιμος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»